To τετραώροφο αυτό ξενοδοχείο της δεκαετίας του ’60, ενώ βρίσκεται σε ένα από τα πιο μοναδκά σημεία της γης, την Καλντέρα των Φηρών της Σαντορίνης, δεν διαθέτει μορφολογικά κανένα στοιχείο που να εναρμονίζεται με το περιβάλλον.
Στην προσπάθεια ένταξής του στον χαρακτήρα του οικισμού, το κτίριο μεταμορφώθηκε, παραπέμποντας μορφολογικά στα παλαιά οχυρά του νησιού, τα μόνα παραδοσιακά κτίρια με ανάλογο ύψος.
Στον μονοκόμματο όγκο του, σκάβονται και αφαιρούνται σημαντικά κομμάτια όγκου και εξωστών, έτσι ώστε να δοθεί η εντύπωση τριών μικρότερων όγκων – οπτικών συνόλων, με τρία διαφορετικά γήινα χρώματα.
Τα ανοίγματα ακολουθούν μια μορφολογική «τυχαιότητα» στοχεύοντας στη δημιουργία ενός συνόλου πιο φυσικού, ενώ έχουν κλίση σε σχέση με τον προσανατολισμό και την θέα, η οποία συνεχίζεται εξωτερικά και στο κέλυφος. Έτσι επιτυγχάνεται ένας εμπλουτισμός των όψεων με σκιές που δημιουργούν οι κλίσεις αυτές, μια πλαστικότητα που συναντάται στον οικισμό.
Χρώματα από υλικά επιλέγονται ώστε το αποτέλεσμα να είναι αδρό, με υφή και σκιές που θα ζωντανεύουν από το εκτυφλωτικό φως του νησιού. Οι αποχρώσεις τους προέρχονται από το μοναδικό γεωλογικό τοπίο, το κόκκινο χώμα, τα αμμώδη και μαύρα πετρώματα, το ανοικτό γκριζοπράσινο των θάμνων του νησιού.