Δημιουργία ενός διαλόγου μεταξύ του παλαιού/διαχρονικού κελύφους της κατοικίας με την έννοια του κατοικείν σήμερα, μέσω μιας διαδικασίας αφαίρεσης και εισαγωγής μινιμαλιστικών στοιχείων.
H διώροφη πέτρινη κατοικία του προηγούμενου αιώνα, βρίσκεται σε έναν ορεινό, απομακρυσμένο οικισμό της Νάξου, τη Κόρωνο.
Οι ιδιοκτήτες, ονειρεύτηκαν να αναπαλαιώσουν το «παλαιό σπίτι του παππού» για να συνδεθούν ξανά με τις ρίζες τους και να δώσουν την ευκαιρία στα παιδιά τους να γνωρίσουν τον τόπο καταγωγής τους.
Η αποκατάσταση του κελύφους, έγινε με την πρόθεση να διατηρηθεί η παραδοσιακή του υπόσταση και να αναδειχθεί η τεκτονικότητα και λιτότητα της αρχιτεκτονικής του δομής.
Για να λειτουργήσει η κατοικία ως ενιαίο σύνολο, καθότι κάθε όροφος είχε ξεχωριστή είσοδο από λιθόκτιστο καλντερίμι, αφαιρέθηκαν τμήματα του πέτρινου πατώματος του ορόφου, τα λεγόμενα στεγάδια, για να τοποθετηθεί μια σκάλα από λευκή διάτρητη λαμαρίνα με φυτικό μοτίβο.
Στο ισόγειο κάτω από την μεγάλη καμάρα, δημιουργούνται συμμετρικά το καθιστικό και ο χώρος φαγητού, με κτιστούς πάγκους από μπετόν, τραπέζια από λευκό μέταλλο και επιφάνειες από πεπαλαιωμένες ξύλινες τάβλες.
Στο βάθος, φοντάρουν οι πέτρινοι τοίχοι από το κατώι, των οποίων η πέτρα αποκαλύπτεται για λόγους διαπνοής .
Με την ίδια παλέτα υλικών κατασκευάζονται ο πάγκος με τα ράφια της κουζίνας και τα έπιπλα των μπάνιων, όλα εδράζονται διακριτικά πάνω στα δάπεδα από γκρί τσιμεντοκονία.
Στον όροφο δημιουργούνται 3 μικρά υπνοδωμάτια και ένα μπάνιο, με ξύλινους φεγγίτες ενδιάμεσα των τοίχων και στις πόρτες, για να επιτραπεί στο φώς να ταξιδέψει σε όλους τους χώρους.
Το λιτό και δροσερό εσωτερικό, «μιλάει» για την σημασία της διαβίωσης κοντά στη φύση, την έννοια του χειροποίητου, της αδρότητας και του κατοικείν και την ποιότητα της κάθε στιγμής.